φάκελος
[ˈfakjelos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (Brief-)Umschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mφάκελος επιστολήςφάκελος επιστολής
- Ordnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφάκελος ντοσιέφάκελος ντοσιέ
- Akteθηλυκό | Femininum, weiblich fφάκελος σύνολο εγγράφωνφάκελος σύνολο εγγράφων
- Ordnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφάκελος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υφάκελος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
Beispiele
- φάκελος προσωπικών στοιχείωνPersonalakteθηλυκό | Femininum, weiblich f