„υψίπεδο“: ουδέτερο υψίπεδο [iˈpsipeðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Hochebene Hochebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f υψίπεδο υψίπεδο Beispiele υψίπεδαπληθυντικός | Plural pl του Γκολάν Golanhöhenπληθυντικός | Plural pl υψίπεδαπληθυντικός | Plural pl του Γκολάν