υπόσχομαι
[iˈposxome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έθηκα; -εμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- versprechen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)υπόσχομαιυπόσχομαι