„υπόσταση“: θηλυκό υπόσταση [iˈpostasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Existenz, Grundlage Existenzθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόσταση ύπαρξη υπόσταση ύπαρξη Grundlageθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόσταση βάση υπόσταση βάση