υπόκλιση
[iˈpoklisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verneigungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόκλισηυπόκλιση
- Knicksαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπόκλιση γυναίκαςυπόκλιση γυναίκας