υποστηρικτής
[ipostirikˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Fördererαρσενικό | Maskulinum, männlich mυποστηρικτήςυποστηρικτής
Beispiele
- υποστηρικτής κόμματοςParteianhängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υποστηρικτής της κυβέρνησηςRegierungsanhängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υποστηρικτής της πυρηνικής ενέργειαςKernkraftbefürworterαρσενικό | Maskulinum, männlich m