υποστηρίζω
[ipostiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος> μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unterstützen, fördernυποστηρίζω βοηθώ, είμαι με το μέρος κάποιουυποστηρίζω βοηθώ, είμαι με το μέρος κάποιου
- behauptenυποστηρίζω ισχυρίζομαιυποστηρίζω ισχυρίζομαι
- befürworten, plädieren (+αιτιατική | +Akkusativ+akk für)υποστηρίζω είμαι της γνώμηςυποστηρίζω είμαι της γνώμης