υποσκελίζω
[iposkjeˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- übertrumpfenυποσκελίζωυποσκελίζω
- rausdrängenυποσκελίζω εκτός δουλειάςυποσκελίζω εκτός δουλειάς