υπολειπόμενος
[ipoliˈpomenos], υπολειπόμενη, υπολειπόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Rest-, verbleibendυπολειπόμενοςυπολειπόμενος
- rezessivυπολειπόμενος βιολογία | Biologieβιολυπολειπόμενος βιολογία | Biologieβιολ
Beispiele
- υπολειπόμενο τεμάχιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικονομία | WirtschaftοικονRestpostenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υπολειπόμενος κίνδυνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRestrisikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n