„υποκύπτω“: αμετάβατο ρήμα υποκύπτω [ipoˈkjipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich beugen, sich fügen, nachgeben sich beugen, sich fügen (σε κ-ν/κ-ι j-m/etw+δοτική | +Dativ +dat) υποκύπτω υποτάσσομαι υποκύπτω υποτάσσομαι nachgeben υποκύπτω υποχωρώ υποκύπτω υποχωρώ Beispiele υποκύπτω στα τραύματά μου seinen Verletzungen erliegen υποκύπτω στα τραύματά μου