„υποκινώ“: μεταβατικό ρήμα υποκινώ [ipokjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anstiften anstiften (σε zu) υποκινώ υποκινώ