υποδιαιρώ
[ipoðieˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -εσα; -έθηκα; -εμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unterteilen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υποδιαιρώυποδιαιρώ
- gliedern (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υποδιαιρώ διαρθρώνωυποδιαιρώ διαρθρώνω