υποβολή
[ipovoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Einreichungθηλυκό | Femininum, weiblich fυποβολή αιτήσεωςυποβολή αιτήσεως
- Suggestionθηλυκό | Femininum, weiblich fυποβολή έμπνευση, υποβολή ιδέαςυποβολή έμπνευση, υποβολή ιδέας