υποβοηθούμενος
[ipovoiˈθumenos], υποβοηθούμενη, υποβοηθούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- υποβοηθούμενο σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n πέδησηςBremskraftverstärkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υποβοηθούμενος από υπολογιστή