„υποβλητικός“ υποβλητικός [ipovlitiˈkos], υποβλητική, υποβλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) suggestiv suggestiv υποβλητικός υποβλητικός