υποβιβάζω
[ipoviˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- herabsetzenυποβιβάζω υποτιμώυποβιβάζω υποτιμώ
- degradierenυποβιβάζω κατατάσσω σε κατώτερη βαθμίδαυποβιβάζω κατατάσσω σε κατώτερη βαθμίδα
- demütigenυποβιβάζω ταπεινώνωυποβιβάζω ταπεινώνω