υπηρετώ
[ipireˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- dienenυπηρετώ προσφέρω υπηρεσία, κ. στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατυπηρετώ προσφέρω υπηρεσία, κ. στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- bedienenυπηρετώ εξυπηρετώυπηρετώ εξυπηρετώ
- beschäftigt seinυπηρετώ εργάζομαιυπηρετώ εργάζομαι