„υπερθερμασμένος“ υπερθερμασμένος [iperθermazˈmenos], υπερθερμασμένη, υπερθερμασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) überhitzt überhitzt υπερθερμασμένος υπερθερμασμένος