„υπερθερμαίνω“: μεταβατικό ρήμα υπερθερμαίνω [iperθerˈmeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άνα; -άνθηκα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) überhitzen überhitzen υπερθερμαίνω υπερθερμαίνω