„υπερίπταμαι“: μεταβατικό ρήμα υπερίπταμαι [ipeˈriptame]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) überfliegen überfliegen υπερίπταμαι υπερίπταμαι