υπανάπτυκτος
[ipaˈnaptiktos], υπανάπτυκτη, υπανάπτυκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unterentwickeltυπανάπτυκτος χώρα, περιοχή, λαόςυπανάπτυκτος χώρα, περιοχή, λαός