τυλίγομαι
[tiˈliɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich wickelnτυλίγομαι σχοινίτυλίγομαι σχοινί
- sich zusammenrollenτυλίγομαι κουλλουριάζομαιτυλίγομαι κουλλουριάζομαι
- sich einwickelnτυλίγομαι μπερδεύομαιτυλίγομαι μπερδεύομαι