„τσιγγούνης“: επίθετο, ως επίθετο τσιγγούνης [tsiŋˈgunis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, τσιγγούνα, τσιγγούνικο Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geizig, knauserig geizig, knauserig τσιγγούνης τσιγγούνης „τσιγγούνης“: αρσενικό και θηλυκό τσιγγούνης [tsiŋˈgunis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Geizhals Geizhalsαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιγγούνης τσιγγούνης