τσεκάρω
[tseˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ισμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- checken, kontrollierenτσεκάρω ελέγχωτσεκάρω ελέγχω
- abzeichnen, abhakenτσεκάρω σημαδεύωτσεκάρω σημαδεύω