„τσαμπουνώ“: αμετάβατο ρήμα τσαμπουνώ [tsambuˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) quatschen, faseln, Dudelsack spielen quatschen, faseln τσαμπουνώ φλυαρώ τσαμπουνώ φλυαρώ Dudelsack spielen τσαμπουνώ παίζω την τσαμπούνα τσαμπουνώ παίζω την τσαμπούνα