τσαλαβουτώ
[tsalavuˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- watenτσαλαβουτώτσαλαβουτώ
- plan(t)schenτσαλαβουτώ παίζω στο νερότσαλαβουτώ παίζω στο νερό