τρυπητός
[tripiˈtos], τρυπητή, τρυπητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- durchlöchertτρυπητός με τρύπεςτρυπητός με τρύπες
- mit Lochmusterτρυπητός ύφασματρυπητός ύφασμα