„τρυγώ“: μεταβατικό ρήμα τρυγώ [triˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Wein lesen, ernten, ausnehmen Wein lesen τρυγώ μαζεύω σταφύλια τρυγώ μαζεύω σταφύλια ernten τρυγώ τους καρπούς των κόπων μου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ τρυγώ τους καρπούς των κόπων μου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ausnehmen τρυγώ εκμεταλλεύομαι τρυγώ εκμεταλλεύομαι