„τρομαγμένος“ τρομαγμένος [tromaɣˈmenos], τρομαγμένη, τρομαγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erschrocken erschrocken τρομαγμένος τρομαγμένος