τριμμένος
[triˈmenos], τριμμένη, τριμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- geriebenτριμμένος τυρίτριμμένος τυρί
- abgetragenτριμμένος φορεμένοςτριμμένος φορεμένος
- abgenutztτριμμένος φθαρμένοςτριμμένος φθαρμένος