τρελαίνομαι
[treˈlenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verrückt werdenτρελαίνομαιτρελαίνομαι
- wahnsinnig werden, durchdrehenτρελαίνομαι παραφρονώτρελαίνομαι παραφρονώ
- τρελαίνομαι έχω πάθος