„τραπεζικός“ τραπεζικός [trapeziˈkos], τραπεζική, τραπεζικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bank- Bank- τραπεζικός τραπεζικός Beispiele τραπεζικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Bankverbindungθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπεζικά στοιχείαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl τραπεζικές συναλλαγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μέσω τηλεφώνου Telefonbankingουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραπεζικές συναλλαγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl μέσω τηλεφώνου τραπεζική κατάθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f Bankeinlageθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπεζική κατάθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπεζική συναλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich f από το σπίτι Homebankingουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραπεζική συναλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich f από το σπίτι τραπεζική υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich f Bankbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f Bankkauffrauθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπεζική υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich f τραπεζικό απόρρητοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Bankgeheimnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραπεζικό απόρρητοουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραπεζικός (υπάλληλος)αρσενικό | Maskulinum, männlich m Bankangestellterαρσενικό | Maskulinum, männlich m Bankkaufmannαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραπεζικός (υπάλληλος)αρσενικό | Maskulinum, männlich m Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen