τραντάζω
[tranˈdazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (durch)rüttelnτραντάζω κουνώ βίαιατραντάζω κουνώ βίαια
- erschütternτραντάζω συγκλονίζωτραντάζω συγκλονίζω