„τουρτουρίζω“: αμετάβατο ρήμα τουρτουρίζω [turtuˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bibbern bibbern τουρτουρίζω τουρτουρίζω