„τονώνω“: μεταβατικό ρήμα τονώνω [toˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anregen, kräftigen, stärken anregen τονώνω αναζωογονώ τονώνω αναζωογονώ kräftigen τονώνω ενισχύω τονώνω ενισχύω stärken τονώνω κ. ηθικό τονώνω κ. ηθικό