„τοκομερίδιο“: ουδέτερο τοκομερίδιο [tokomeˈriðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Dividende Dividendeθηλυκό | Femininum, weiblich f τοκομερίδιο οικονομία | Wirtschaftοικον τοκομερίδιο οικονομία | Wirtschaftοικον