τηγανητός
[tiɣaniˈtos], τηγανητή, τηγανητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- τηγανητές πατάτεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplPommes Fritesπληθυντικός | Plural pl
- τηγανητή ρέγκαθηλυκό | Femininum, weiblich fBratheringαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τηγανητό δαχτυλίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n κρεμμυδιούZwiebelringαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen