„τεντωμένος“ τεντωμένος [tendoˈmenos], τεντωμένη, τεντωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) straff, stramm, blank straff, stramm τεντωμένος σχοινί τεντωμένος σχοινί blank τεντωμένος νεύρα τεντωμένος νεύρα