ταξιδιωτικός
[taksiðjotiˈkos], ταξιδιωτική, ταξιδιωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Reise-ταξιδιωτικόςταξιδιωτικός
Beispiele
- ταξιδιωτικά σχέδιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplReiseplanαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ταξιδιωτική πράκτοραςθηλυκό | Femininum, weiblich fReisebürokauffrauθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ταξιδιωτική τσάνταθηλυκό | Femininum, weiblich fReisetascheθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen