τακτικότητα
[taktiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ordentlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτικότητα ακρίβεια, ευσυνειδησίατακτικότητα ακρίβεια, ευσυνειδησία
- Regelmäßigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτικότητα σταθερότητα επανάληψηςτακτικότητα σταθερότητα επανάληψης