„τέχνασμα“: ουδέτερο τέχνασμα [ˈtexnazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kniff, Trick, List Kniffαρσενικό | Maskulinum, männlich m τέχνασμα Trickαρσενικό | Maskulinum, männlich m τέχνασμα Listθηλυκό | Femininum, weiblich f τέχνασμα τέχνασμα Beispiele τέχνασμα δημοσίων σχέσεων PR-Gagαρσενικό | Maskulinum, männlich m τέχνασμα δημοσίων σχέσεων