σφραγισμένος
[sfrajizˈmenos], σφραγισμένη, σφραγισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- versiegeltσφραγισμένοςσφραγισμένος
- plombiertσφραγισμένος δόντισφραγισμένος δόντι