σφίγγω
[ˈsfiŋgo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- σφίγγω
- zusammendrückenσφίγγωσφίγγω
- festbindenσφίγγω δένω σφιχτάσφίγγω δένω σφιχτά
- festziehenσφίγγω σχοινίσφίγγω σχοινί
- drückenσφίγγω ρούχο, παπούτσιασφίγγω ρούχο, παπούτσια
- ballenσφίγγω γροθιάσφίγγω γροθιά
- zukneifenσφίγγω μάτια, στόμασφίγγω μάτια, στόμα
- σφίγγω το χέρι κάποιου
- straffenσφίγγω δέρμασφίγγω δέρμα
Beispiele
- σφίγγω τα δόντιαdie Zähne zusammenbeißen
- σφίγγω πάνω μουan sich drücken
- σφίγγω πάνω μουpressen
σφίγγω
[ˈsfiŋgo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)