„συντριπτικός“ συντριπτικός [sindriptiˈkos], συντριπτική, συντριπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erdrückend erdrückend συντριπτικός συντριπτικός