συντρίβω
[sinˈdrivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zertrümmern, zerschmetternσυντρίβωσυντρίβω
- vernichtenσυντρίβω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσυντρίβω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- niederschmetternσυντρίβωσυντρίβω