„συνταράζω“: μεταβατικό ρήμα συνταράζω [sindaˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erschüttern erschüttern συνταράζω εμπειρία συνταράζω εμπειρία