„συνταξιούχος“: επίθετο, ως επίθετο συνταξιούχος [sindaksiˈuxos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, συνταξιούχα, συνταξιούχο Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) pensioniert pensioniert συνταξιούχος συνταξιούχος „συνταξιούχος“: αρσενικό και θηλυκό συνταξιούχος [sindaksiˈuxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Rentner Rentnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f συνταξιούχος συνταξιούχος