„συνονόματος“ συνονόματος [sinoˈnomatos], συνονόματη, συνονόματοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gleichnamig gleichnamig συνονόματος συνονόματος