„συνιστώ“: μεταβατικό ρήμα συνιστώ [sinisˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -άθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bilden, empfehlen, anraten bilden συνιστώ οργανώνω συνιστώ οργανώνω empfehlen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas) συνιστώ συμβουλεύω anraten συνιστώ συμβουλεύω συνιστώ συμβουλεύω Beispiele δε συνιστώ abraten (κάτι σε κάποιον jemandem von etwas) δε συνιστώ