συνηθισμένος
[siniθizˈmenos], συνηθισμένη, συνηθισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- üblich, gewöhnlich, gebräuchlichσυνηθισμένοςσυνηθισμένος
- geläufigσυνηθισμένος έκφρασησυνηθισμένος έκφραση
- gängigσυνηθισμένος γνώμη, άποψησυνηθισμένος γνώμη, άποψη
- gewohnt (σε κάτι etwas να zu)συνηθισμένος κ. περιβάλλονσυνηθισμένος κ. περιβάλλον